καλολογώ

Greek Monolingual

(AM καλολογῶ, -έω)
νεοελλ.
εκφράζομαι κομψά και με γλαφυρότητα
μσν.-αρχ.
λέγω καλούς λόγους για κάποιον, επαινώ, κολακεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- (< επίρρ. καλῶς) + -λογῶ (< -λογος < λόγος < λέγω), πρβλ. αισχρολογώ, κακολογώ].