καλόμοιρος

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ καλόμοιρος, -ον)
καλότυχος, ευτυχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακόμοιρος, μονόμοιρος].