καμήλειος

English (LSJ)

α, ον, of a camel: καμήλεια (sc. κρέα) camel's flesh, Porph.Abst.1.14 fin., cf. Gal.8.183; κ. οὖρον PHolm. 15.18.

German (Pape)

[Seite 1316] vom Kameel, z. B. καμήλεια ἐσθίειν Porphyr.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμήλειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς κάμηλον, «καμηλήσιος»· καμήλεια (δηλ. κρέα) ἐσθίειν Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ· 1. 14 ἐν τέλ..

Greek Monolingual

καμήλειος, -α, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμήλα ή προέρχεται από αυτήν, καμηλήσιος («καμήλεια [ενν. κρέατα] ἐσθίειν», Πορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + κατάλ. -ειος (πρβλ. βουβάλ-ειος, δελφίν-ειος)].