καμήλιον

English (LSJ)

τό, Dim. of κάμηλος, PHamb.1.54.7 (ii/iii A.D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

καμήλιον: τό, = κάμηλος, Kenyon Gr. Paryr. Π. 298, 318, κλ., πρβλ. Κεδριν. Ι. 755, 10, Λεόντ. Κύπρ. 1729Β.

Greek Monolingual

καμήλιον, τὸ (AM)
βλ. καμήλι.