καμήλι

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

το (AM καμήλιον, Μ και καμήλιν)
(υποκορ. του κάμηλος)
1. μικρή καμήλα
2. (αργότ. και χωρίς υποκορ. σημασία) καμήλα («ἔστειλε καὶ καμήλια διακόσια φορτωμένα», Διγ. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + υποκορ. κατάλ. -ιον].