καμήλι

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

το (AM καμήλιον, Μ και καμήλιν)
(υποκορ. του κάμηλος)
1. μικρή καμήλα
2. (αργότ. και χωρίς υποκορ. σημασία) καμήλα («ἔστειλε καὶ καμήλια διακόσια φορτωμένα», Διγ. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + υποκορ. κατάλ. -ιον].