καμάκι1. ψαρεύω με καμάκι, χτυπώ το ψάρι με καμάκι, καμακίζω2. προσελκύω γυναίκα με επιπόλαιο και ανόητο τρόπο («ύστερα από πολλές προσπάθειες τήν καμάκωσε»).