καμηλέμπορος

English (LSJ)

ὁ, one who carries his wares on a camel, of merchants travelling in caravans, Str.17.1.45.

German (Pape)

[Seite 1316] ὁ, der Kaufmann, der seine Waaren in Karavanen auf Kameelen fortführt, Strab. XVII, 815.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμηλέμπορος: ὁ, ὁ ἐπὶ καμήλων μεταφέρων τὰ ἐμπορεύματα αὐτοῦ ἔμπορος, Στράβ. 815.

Greek Monolingual

ο (Α καμηλέμπορος)
έμπορος που μεταφέρει τα εμπορεύματά του με καμήλες («ἐνυκτοπόρουν πρὸς τὰ ἄστρα βλέποντες οἱ καμηλέμποροι», Στράβ.)
νεοελλ.
έμπορος που ασχολείται με το εμπόριο καμήλας.