καμηλοπάρδαλη

Greek Monolingual

η (AM καμηλοπάρδαλις, -άλεως)
μεγαλόσωμο θηλαστικό μηρυκαστικό ζώο που διακρίνεται για τον πολύ μακρύ λαιμό του, που, σύμφωνα με το σημερ. σύστημα ταξινόμησης, ανήκει στην οικογένεια Giraffidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + πάρδαλις.