καμινευτικός

English (LSJ)

καμινευτική, καμινευτικόν, of or for a furnace, Suid. s.v. κοδομήϊον.

German (Pape)

[Seite 1317] = καμινιαῖος, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

καμῑνευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κάμινον, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α καμινευτικός, -ή, -όν) καμινεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμίνευση, αυτός που συντελεί στην τήξη τών μετάλλων.