καμινιαῖος

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

German (Pape)

[Seite 1317] zum Ofen gehörig, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 552.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμῑνιαῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς κάμινον, Ἑβδ. (Ἔξ. Θ΄, 8, ὡς διάφ. γραφή), Γρηγ. Ναζ. Ι. 948C· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 552.

Greek Monolingual

καμινιαῖος και δ. γρφ. καμιναῖος, -αία, -ον (AM)
αυτός που αναφέρεται στο καμίνι, καμινευτικός, του καμινιού «καμινιαία αἰθάλη», Γρηγ. Ναζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. κάμινος + -ιαίος, αντί καμιναίος].