καμπυλόπρυμνος

English (LSJ)

καμπυλόπρυμνον, with rounded stern, Sch.DIl.2.392, Hsch. s.v. κορωνίς.

German (Pape)

[Seite 1319] mit gekrümmtem Hintertheil, Schol. Il. 2, 392, Apoll. L. H., Erkl. von κορωνίς.

Greek (Liddell-Scott)

καμπῠλόπρυμνος: -ον, ἔχων καμπύλην πρύμναν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 392, ἴδε Ἀπολλωνίου Λεξικ. ἐν λ. κορωνίδες.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α καμπυλόπρυμνος, -ον)
αυτός που έχει καμπύλη πρύμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + -πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. ευρύ-πρυμνος, ορθό-πρυμνος].