καμπυλότης
English (LSJ)
καμπυλότητος, ἡ, crookedness, curvature, Hp.Coac.214, Arist. Cat.10a13, PA643a33, Gal.4.796.
German (Pape)
[Seite 1319] ητος, ἡ, die Krümmung, Arist. H. A. 1, 9 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καμπῠλότης: -ητος, ἡ, κυρτότης, Ἱππ. 153Β, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 20, π. Ζ. Μορ. 1. 3, 11, κτλ.
Russian (Dvoretsky)
καμπῠλότης: ητος ἡ изогнутость, изгиб, кривизна Arst.
Greek Monolingual
ἡ (AM καμπυλότης) καμπύλος
η ιδιότητα του καμπύλου, κυρτότητα («η καμπυλότητα της επιφάνειας»).