καμπύλη

English (LSJ)

[ῠ] (sc. βακτηρία), ἡ, crooked staff, Ar.Fr.128, Plu.2.790b, Alciphr.3.3.

German (Pape)

[Seite 1319] ἡ, Krummstab, lituus; Ar. bei Poll. 10, 173; Alciphr. 3, 3; Plut. an seni 11, Hirtenstab.

French (Bailly abrégé)

v. καμπύλος.

Russian (Dvoretsky)

καμπύλη: (ῠ) ἡ (sc. βακτηρία или ῥάβδος) загнутая палка, кривой посох Arph., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

καμπύλη: (δηλ. βακτηρία), ἡ, κεκαμμένη ῥάβδος, ὡς τὸ Ρωμ. lituus, Ἀριστοφ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 173, Πλούτ. 2. 790Β, Ἀλκίφρ. 3. 3.

Greek Monolingual

η (AM καμπύλη)
βλ. καμπύλος.