κανδυτάνη
Greek Monolingual
κανδυτάνη, ἡ (Α)
ερμάρι για φύλαξη ρούχων, ιματιοθήκη, ντουλάπα, αλλ. κανδύλη, κανδύταλις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. που ο αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν περσικής προελεύσεως και συνέδεαν με το κάνδυς].
κανδυτάνη, ἡ (Α)
ερμάρι για φύλαξη ρούχων, ιματιοθήκη, ντουλάπα, αλλ. κανδύλη, κανδύταλις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. που ο αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν περσικής προελεύσεως και συνέδεαν με το κάνδυς].