Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
το (Μ ἑρμάριον)βλ. αρμάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρμάρι, με ανομοίωση].