ερμάρι

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

Greek Monolingual

το (Μ ἑρμάριον)
βλ. αρμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρμάρι, με ανομοίωση].