καννοχερσαία

English (LSJ)

ἡ, = ἑλξίνη, Ps.-Dsc.4.39.

Greek Monolingual

καννοχερσαία, ἡ (Α)
βοτ. η πόα ελξίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα «καλάμι» + χερσαία (< χέρσος)].