[Seite 1323] rauchig, Sp.
καπνηρός: -ά, -όν, = τῷ προηγ., Κ. Μανασσ. Ἐρωτικ. 9. 57.
καπνηρός, -ά, -όν (Μ)αυτός που έχει το χρώμα του καπνού.[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα -ηρός (πρβλ. μοχθηρός, οκνηρός)].