καπνιστός
English (LSJ)
καπνιστή, καπνιστόν, smoked, κρέα Posidon.1 J.; but τροχίσκος κ. for use as a fumigation, Paul.Aeg.3.28; κ. ἔλαιον fragrant oil, Aët. 1.138; κ. μύρον Id.16.66(67).
Greek (Liddell-Scott)
καπνιστός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, καπνιστὰ κρέα ἑφθὰ Ἀθην. 153C.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM καπνιστός, -ή, -όν) καπνίζω
(για κρέατα, ψάρια κ.ά. τρόφιμα) ο συντηρημένος με την επίδραση του καπνού («καπνιστὰ ἑφθὰ κρέα», Αθήν.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καπνιστά
συντηρημένα κρέατα ή ψάρια με ειδική κατεργασία καπνίσματος («καπνιστές ρέγγες»)
μσν.
(για φύλλα φυτού) ξεραμένος στον καπνό
αρχ.
1. ο χρήσιμος για κάπνισμα τροφίμων
2. φρ. «καπνιστὸν ἔλαιον» — είδος εύοσμου ελαίου.