Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
καπνοθήκη
Greek Monolingual
ἡ θήκη στην οποία οι καπνιστές τοποθετούν τον καπνό, η ταμπακέρα. [ΕΤΥΜΟΛ.<καπνός+θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδαΕστία από τον Αριστοτ. Π. Κουρτίδη].