καπρί

Greek Monolingual

το
1. ο επιβήτορας χοίρος
2. (για άνδρες και γυναίκες) ο αχαλίνωτος στα σαρκικά πάθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπρίον, υποκορ. του κάπρος.