καπότα

Greek Monolingual

η
1. η κάπα
2. είδος μικρού γυναικείου καπέλου
3. θύλακας από λεπτό ελαστικό που χρησιμοποιείται από τους άνδρες κατά τη συνουσία για αντισύλληψη, ανδρικό προφυλακτικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cappotta. Με την τελευταία σημ. < γαλλ. capote].