κάπα

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source

Greek Monolingual

και κάππα, η (Μ κάπα και κάππα)
φαρδύ χοντρό πανωφόρι τών ορεσίβιων χωρικών φτιαγμένο από μαλλί προβάτου ή κατσίκας
νεοελλ.
1. στρατιωτικό πανωφόρι που φορούν οι εύζωνοι
2. γυναικείο πανωφόρι χωρίς μανίκια
3. παροιμ. «έκαψα την κάπα μου για να μη μέ τρών' οι ψείρες» — λέγεται γι' αυτούς που υφίστανται σημαντική θυσία για να απαλλαγούν από ποικίλες φροντίδες και προβλήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cappa].