καραβήσιος

Greek Monolingual

-ια, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καράβι («καραβήσια πανιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. αγελαδήσιος, βουνήσιος)].