καραβοειδής
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1325] ές, dem κάραβος ähnlich, Arist. part. anim. 4, 5 H. A. 8, 29.
Russian (Dvoretsky)
κᾱρᾰβοειδής: похожий на жука-рогача или краба Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κᾱρᾰβοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κάραβον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 21, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 17.
Greek Monolingual
καραβοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με κάραβο («τελευτᾷ δὲ τοῦτο τοῖς μὲν καραβοειδέσι καὶ καρίσι κάτ' εὐθυωρίαν πρὸς τὴν οὐράν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάραβος + -ειδής (< εἶδος)].