καραβοειδής

English (LSJ)

καραβοειδές, of the κάραβος kind, Arist.HA526b26, PA679a31.

German (Pape)

[Seite 1325] ές, dem κάραβος ähnlich, Arist. part. anim. 4, 5 H. A. 8, 29.

Russian (Dvoretsky)

κᾱρᾰβοειδής: похожий на жука-рогача или краба Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κᾱρᾰβοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κάραβον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 21, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 17.

Greek Monolingual

καραβοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με κάραβο («τελευτᾷ δὲ τοῦτο τοῖς μὲν καραβοειδέσι καὶ καρίσι κάτ' εὐθυωρίαν πρὸς τὴν οὐράν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάραβος + -ειδής (< εἶδος)].