καρκινοπαθής
Greek Monolingual
-ές
αυτός που πάσχει από τη νόσο του καρκίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + -παθής (< πάθος), πρβλ. πλημμυροπαθής, σεισμοπαθής. Η λ. στον πληθ. τ. καρκινοπαθείς μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα].
-ές
αυτός που πάσχει από τη νόσο του καρκίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + -παθής (< πάθος), πρβλ. πλημμυροπαθής, σεισμοπαθής. Η λ. στον πληθ. τ. καρκινοπαθείς μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα].