καρπαζιά

Greek Monolingual

η
1. ισχυρό και ηχηρό χτύπημα που καταφέρεται με την παλάμη στο κεφάλι και ιδίως στον σβέρκο άλλου, κόλαφος
2. φρ. «είναι για καρπαζιές»
(για πρόσ.) δεν έχει καμιά αξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < τουρκ. karapazi «είδηση»].