καρποτοκία
English (LSJ)
ἡ, bearing of fruit, Thphr. HP 1.2.1, CP2.1.2 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1329] ἡ, das Fruchterzeugen, Fruchttragen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
καρποτοκία: ἡ, καρποφορία, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 2, π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 2.
Greek Monolingual
η (Α καρποτοκία) καρποτόκος
ο σχηματισμός του καρπού.