καρπόδεσμος

English (LSJ)

ὁ, bandage for wrist, Sor.Fasc.50, Cass.Fel.24.

Greek Monolingual

καρπόδεσμος, ὁ (Α)
το δέσιμο του καρπού του χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. καρπός (ΙΙ) + δεσμός (< δέω [ΙΙ])].