καρπώνης

English (LSJ)

καρπώνου, ὁ, buyer of fruit, IG22.1100 (ii A. D.), PFay.133.12 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 1329] ὁ, der Fruchtkäufer, -pächter, Inscr.

Greek Monolingual

καρπώνης, ὁ (Α)
ο αγοραστής καρπών, ο έμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. θεατρώνης, τελώνης].