καρτεραίχμης

English (LSJ)

καρτεραύχην, v. κρατεραίχμης.

German (Pape)

[Seite 1330] ὁ, = κρατεραίχμης, Herkules, Pind. I. 5, 35.

Greek (Liddell-Scott)

καρτεραίχμης: -αύχην, ἴδε ἐν λ. κρατεραίχμης, κρατεραύχην.

Greek Monolingual

καρτεραίχμης, ὁ (Α)
κρατεραίχμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + -αίχμης (< αἰχμή)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρτεραίχμης -ου, ὁ [καρτερός, αἰχμή] krachtig met zijn lans.