καρυώδης

English (LSJ)

καρυῶδες, like a walnut, σπέρμα Thphr. CP 1.19.1; τὰ κ. Str.12.3.15.

German (Pape)

[Seite 1331] ες, nußartig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρυώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κάρυον, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 1, κτλ.

Greek Monolingual

καρυώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με κάρυο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + -ώδης (πρβλ. θυελλώδης, ονειρώδης)].