Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
-ῶδες (ΑΜ ὀνειρώδης, -ῶδες) όνειρος
αυτός που μοιάζει με όνειρο, ονειρικός
νεοελλ.
ωραιότατος, θεσπέσιος, εξαίσιος.
επίρρ...
ονειρωδώς
με ονειρώδη τρόπο, ονειρευτά.