καστορέλαιο
Greek Monolingual
το
(φαρμ.) το ρετσινόλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. castor oil < Κάστορ + oil (< λατ. oleum < έλαιον)].
το
(φαρμ.) το ρετσινόλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. castor oil < Κάστορ + oil (< λατ. oleum < έλαιον)].