Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ρετσινόλαδο

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

και ριτσινόλαδο, το, Ν
αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται από τους καρπούς της ρετσινολαδιάς και χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία, καθώς και ως καθαρτικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ριτσινόλαδο < ιταλ. ricino βλ. λ. ρίκινος) < λατ. ricinus «είδος φυτού» + λάδι, ενώ ο τ. ρετσινόλαδο < ριτσινόλαδο με ανομοιωτική τροπή του -ι- σε -ε-].