ρετσινόλαδο

From LSJ

ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμίαaccordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)

Source

Greek Monolingual

και ριτσινόλαδο, το, Ν
αιθέριο έλαιο που λαμβάνεται από τους καρπούς της ρετσινολαδιάς και χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία, καθώς και ως καθαρτικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ριτσινόλαδο < ιταλ. ricino βλ. λ. ρίκινος) < λατ. ricinus «είδος φυτού» + λάδι, ενώ ο τ. ρετσινόλαδο < ριτσινόλαδο με ανομοιωτική τροπή του -ι- σε -ε-].