καστρινός

Greek Monolingual

-ή, -ό κάστρο
1. καστρίτης, αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί μέσα σε κάστρο
2. (ως εθν. επίθ.) Καστρινός, -ή
κάτοικος του Κάστρου, της πόλης του Ηρακλείου Κρήτης.