Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
καστρινός
Greek Monolingual
-ή, -ό κάστρο 1.καστρίτης, αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί μέσα σε κάστρο 2. (ως εθν. επίθ.) Καστρινός, -ή κάτοικος του Κάστρου, της πόλης του Ηρακλείου Κρήτης.