κατάβραδα

Greek Monolingual

επίρρ. σε πολύ προχωρημένη ώρα το βράδυ, τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βραδα (< βράδυ), πρβλ. κοντό-βραδα].