κατάγελος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (ἀγέλη) rich in herds, Hdn.Epim.206.

German (Pape)

[Seite 1341] heerdenreich, Hdn. epim. p. 206.

Greek (Liddell-Scott)

κατάγελος: -ον, ἔχων ἀφθόνους ἀγέλας, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 206.

Greek Monolingual

κατάγελος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλές αγέλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -άγελος (< ἀγέλη), πρβλ. απάγελος].