κατάμπελος

English (LSJ)

κατάμπελον, wine-growing, Χώρα Str.4.1.5.

German (Pape)

[Seite 1364] reich mit Weinstöcken versehen, χώρα Strab. IV, 179.

Greek (Liddell-Scott)

κατάμπελος: -ον, πλήρης ἀμπέλων, χώρα Στράβ. 179· κ. καὶ ὑπόδενδρος Βυζ.

Greek Monolingual

κατάμπελος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλά αμπέλια («χώραν δ' ἔχουσιν κατάμπελον», Στράβ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -άμπελος (< ἄμπελος), πρβλ. υπάμπελος].