κατάξυσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, scraping, Apollon.Lex.s.v. γραπτῦς (pl.).

German (Pape)

[Seite 1367] ἡ, das Zerritzen, Erkl. von γραπτύς, Apoll. L. H. neben ἄμυξις.

Greek (Liddell-Scott)

κατάξῠσις: -εως, ἡ, ξύσιμον, τὸ τσουγγράνισμα, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λ. γραπτῦς, ἔνθα ἑρμηνεύει τὴν λέξιν ταύτην διὰ τοῦ «ἀμύξεις, καταξύσεις».

Greek Monolingual

κατάξυσις, ἡ (Α) καταξύω
ξύσιμο, χάραξη, γδάρσιμο, γρατσούνισμα, αμυχή.