κατάρροια
English (LSJ)
ἡ, = καταρροή (flowing down, running down, defluxion), Aq. Ps. 77 (78).44. = κατάρροος II, Arr. Epict. 1.26.16, Plu. 2.128a, prob. in Cass.Fel. 34.
French (Bailly abrégé)
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
κατάρροια: ἡ мед. истечение, катар Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κατάρροια: ἡ, = τῷ προηγ., Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. ΙΙ. = κατάρροος ΙΙ, στρόφοι καὶ κατάρροιαι καὶ πυρετοὶ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 26, 16, Πλούτ. 2. 128Α.
Greek Monolingual
κατάρροια, ἡ (Α)
1. η ροή προς τα κάτω
2. το συνάχι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ρροια (< ῥοῖα < ῥέω), πρβλ. διάρροια, παλίρροια].