κατάσπευσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, haste, Thd.Pr.1.27.

German (Pape)

[Seite 1380] ἡ, das Beschleunigen, Beeilen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάσπευσις: -εως, ἡ, σπουδή, ἐπιτάχυνσις, ἔπειξις καὶ ταραχή, Θεόδοτ. Π. Δ.

Greek Monolingual

κατάσπευσις, ἡ (Α) κατασπεύδω
επιτάχυνση.