κατασπεύδω
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
English (LSJ)
A urge, hasten on, πρᾶγμα Aeschin.3.67, cf. LXX Ex. 5.13:—Pass., of words, to be urgent or rapid, κατεσπεῦσθαι τὴν φράσιν D.H.Comp.20 (Upton for κατεσπάσθαι) κατεσπεῦσθαι (v.l. -εσπάσθαι) τὴν λέξιν Gal.16.548; τὰ κατεσπευσμένα Longin.19.2; ἡ ἁρμονία οὐ κ. Id.40.4.
2 agitate, dismay, τινα LXX Da.4.16(19).
II intr., make haste, hasten, ib.De.33.2.
German (Pape)
[Seite 1380] betreiben, beschleunigen; τοὺς χρόνους ὑμῶν ὑποτεμνόμενος καὶ τὸ πρᾶγμα κατασπεύδων Aesch. 3, 67; Sp., bes. Rhett.
French (Bailly abrégé)
hâter vivement, presser, acc..
Étymologie: κατά, σπεύδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-σπεύδω bespoedigen.
Russian (Dvoretsky)
κατασπεύδω: ускорять, торопить (τὸ πρᾶγμα Aeschin.; τὸν πόλεμον Plut.).
Greek Monolingual
κατασπεύδω (Α)
1. επισπεύδω, επιταχύνω
2. ταράζω, φοβίζω
3. σπεύδω
4. παθ. κατασπεύδομαι
(για λόγο) είμαι ταχύς, ορμητικός.
Greek Monotonic
κατασπεύδω: μέλ. -σω, πιέζω, βιάζω, παρακινώ ή σπεύδω, επιταχύνω, σε Αισχίν.
Greek (Liddell-Scott)
κατασπεύδω: μέλλ. -σω, ἐπιταχύνω τινα, βιάζω, τὸ πρᾶγμα κατασπεύδων Αἰσχίν. 63. 18.- Παθ., ἐπὶ λόγων, εἶμαι κατεπείγων ἢ βιαστικός, ταχύς, ὁρμητικός, κατεσπεῦσθαι τὴν φράσιν καὶ συστέλλεσθαι, ἐν τάχει καὶ ἐν βραχυλογίᾳ ἐκφέρεσθαι, Διογ. Ἁλ. π. Συν. 20, (κατὰ τὸν Upton, ἀντὶ τοῦ κατεσπάσθαι)· τὰ ἀλλήλων διακεκομμένα καὶ οὐδὲν ἧττον κατεσπευσμένα φέρει τῆς ἀγωνίας ἔμφασιν, δηλ., τὸ ἀσύνδετον εἶδος τοῦ λόγου, Λογγῖν. 19. 2· τήν ἁρμονίαν οὐ κ. ὁ αὐτ. 40. 4. 2) ταράττω ἐνοχλῶ (ὡς τὸ κατασπέρχω), διὸ καὶ μετὰ τῶν συνταράσσειν καὶ φοβερίζειν συνάπτεται, τινὰ Ἑβδ. Δαν. Δ΄, 16). ΙΙ. ἀμεταβ., βιάζομαι, σπεύδω, Ἑβδ. (Ἔξ. Ε΄, 13).