ἐπιτάχυνσις

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτάχυνσις: -εως, ἡ, ἐπίσπευσις, Διωτογ. παρὰ Στοβ. 331. 19.