κατάχυτος

Greek (Liddell-Scott)

κατάχυτος: -ον, καταχυνόμενος, κ. ὑγρὰ φύσις Κ. Μανασ. Χρον. σ. 31.

Greek Monolingual

κατάχυτος, -ον (Μ) καταχέω
αυτός που βρίσκεται σε διάχυση, που είναι διαχυμένος άφθονα, διάχυτος.