κατάψυχρος

English (LSJ)

κατάψυχρον, very cold, Hp.Art.67, S.E.P.1.125, etc.; τόπος Dsc. 2.76; χειμών Gp.1.12.33; of character, Vett.Val.11.32, al.

German (Pape)

[Seite 1393] sehr kalt, S. Emp. pyrrh. 1, 125 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

κατάψῡχρος: очень холодный Sext.

Greek (Liddell-Scott)

κατάψυχρος: -ον, λίαν ψυχρός, Ἱππ. Ἄρθρ. 830, Σέξτ. Ἐμ. π. Π. 1. 125· κ. γῆ, κ. χειμὼν Γεωπον. 1. 12, 33.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάψυχρος, -ον) πολύ ψυχρός, παγωμένος
2. μτφ. (για χαρακτήρα) ψυχρός με τους άλλους ανθρώπους, κλειστός, ερμητικός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάψυχρος -ον [καταψύχω] heel koud.