καταίνεσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, betrothal, Plu.TG4.
German (Pape)
[Seite 1350] ἡ, das Versprechen, Zusage, sponsio; καταινέσεως οὕτω γενομένης Plut. Tib. Graech. 4.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταίνεσις -εως, ἡ [καταινέω] verloving.
Russian (Dvoretsky)
καταίνεσις: εως ἡ данное слово, обещание, т. е. обручение Plut.
Greek (Liddell-Scott)
καταίνεσις: -εως, ἡ, συναίνεσις, μνηστεία, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 4.
Greek Monolingual
καταίνεσις, ἡ (Α) καταινώ
1. υπόσχεση
2. συγκατάθεση.
Greek Monotonic
καταίνεσις: -εως, ἡ, συναίνεση, συμφωνία· μνήστευση, αρραβώνας, σε Πλούτ.
Middle Liddell
καταίνεσις, εως
an agreement: a betrothal, Plut.