καταγηρασμός

English (LSJ)

ὁ, old age, Hippiatr.13.

German (Pape)

[Seite 1342] ὁ, das Alter, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταγηρασμός: οῦ,ὁ, γῆρας, γεροντικὴ ἡλικία, Ἱππιατρ. σ. 53.

Greek Monolingual

καταγηρασμός, ὁ (Μ) καταγηράσκω
η γεροντική ηλικία.