καταγρέω

German (Pape)

[Seite 1343] = καθαιρέω, Sappho bei Apoll. D. pron. p. 386 b.

Greek (Liddell-Scott)

καταγρέω: καθαιρῶ, καταλαμβάνω, Σαπφὼ 40, Ἡσύχ. ἐν λέξ.· κατάγρεντον (= καθαιρούντων, καθαιρείτωσαν), προστακτ., Ἐπιγρ. Λέσβου τῶν χρόνων τοῦ μεγάλου Ἀλεξάνδρου, CIG. 2166.

Russian (Dvoretsky)

καταγρέω: Sappho = καθαιρέω 18.

Greek Monolingual

καταγρῶ, καταγρέω (Α)
1. συλλαμβάνω, αρπάζω
2. καταφθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀγρῶ «συλλαμβάνω» (< ἄγρα «κυνήγι»)].