καταγώγιμον

English (LSJ)

τό, = καταγώγιον ΙΙ, PTeb.35.5 (ii B. C.).

Greek Monolingual

καταγώγιμον, τὸ (Α)
το αντίτιμο της μεταφοράς ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀγώγιμον (ουδ. του ἀγώγιμος «αυτός που μπορεί να οδηγηθεί εύκολα»)].