καταδέομαι
English (LSJ)
A entreat earnestly, c. gen. pers., Pl.Ap.33e, LXX Ge. 42.21, al.
German (Pape)
[Seite 1345] (s. δέομαι), sehr bitten; οὐκ ἂν αὐτοῦ καταδεηθείη Plat. Apol. 33 e; öfter in LXX.
French (Bailly abrégé)
1-οῦμαι;
Moy. de καταδέω¹.
2ao. κατεδεήθην;
supplier.
Étymologie: κατά, δέομαι de δέω².
Russian (Dvoretsky)
καταδέομαι:
I (aor. κατεδεήθην) упрашивать (κ. τινος Plat.).
II med. к καταδέω I.
Greek (Liddell-Scott)
καταδέομαι: μετὰ γεν. προσ., δέομαι θερμῶς, Λατ. deprecari, Πλάτ. Ἀπολ. 33Ε· πρβλ. καταδέω (Β).
Greek Monolingual
καταδέομαι (Α)
παρακαλώ θερμά («ὑπερείδομεν τὴν θλῖψιν τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, ὅτε κατεδέετο ἡμῶν», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δέομαι «παρακαλώ»].
Greek Monotonic
καταδέομαι: αποθ., θερμοπαρακαλώ, Λατ. deprecari, με γεν. προσ., σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-δέομαι smeken iets niet te doen, met gen.: οὐκ ἂν ἐκεινός γε αὐτου καταδεηθείη die kan hem er niet van afgebracht hebben Plat. Ap. 33e.